φασματοσκοπικός

φασματοσκοπικός
η , ό[ν] спектральный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φασματοσκοπικός" в других словарях:

  • φασματοσκοπικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φασματοσκοπία (α. «φασματοσκοπική ανάλυση» β. «φασματοσκοπική συσκευή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φασματοσκόπιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Κ. Δαμβέργη] …   Dictionary of Greek

  • φασματοσκοπικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που σχετίζεται με τη φασματοσκοπία ή το φασματοσκόπιο (βλ. λ.): Φασματοσκοπική ανάλυση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αξίλα — (Αστρον.). Απλανής αστέρας του Τοξότη. Έχει οπτικό μέγεθος 2,7 και ο φασματοσκοπικός του τύπος είναι Α2, που αντιστοιχεί σε θερμοκρασίες 9.000 9.500°C …   Dictionary of Greek

  • συνοδός αστέρας — (Αστρον.). Το δεύτερο μέλος του διπλού αστρικού συστήματος. Συνήθως ο σ. είναι μικρότερου μεγέθους απ’ ότι ο κύριος αστέρας, πολλές φορές όμως δεν μπορεί να γίνει εύκολα διάκριση ανάμεσα στον κύριο αστέρα και το σ. του, επειδή και οι δύο είναι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»